Email: imsigalas@hotmail.com | Τηλ.: 6944 396049 | | English

Απο Την Εφηβεια Στην Αυτοδυναμια.
Το Πέρασμα Στην Ενηλικίωση, Όπως Καθρεφτίζεται Στην Ομαδική Διεργασία.

3ο Πανελλήνιο Παιδοψυχιατρικό Συνέδριο, Αθήνα, 2003.

Μέσα στο ιδιαίτερα πολύπλοκο κοινωνικό περιβάλλον της εποχής μας και χωρίς την παρουσία του καθοριστικού ρόλου, που έπαιζε μέχρι πρότινος η κοινότητα, η μετάβαση στην ενηλικίωση έχει γίνει υπόθεση προσωπική (και οικογενειακή), περιπετειώδης και επισφαλής. Για να μπορέσει ο νέος άνθρωπος να ενταχθεί λειτουργικά στην σημερινή κοινωνία και να δημιουργήσει την δική του οικογένεια, χρειάζεται να έχει κατακτήσει μια σειρά από ψυχοκοινωνικές δεξιότητες, που θα του επιτρέψουν να λειτουργήσει σαν αυτοδύναμη, αυτό-οριοθετημένη οντότητα, ικανή να επιλέγει και να αξιοποιεί σύμπλοκα ερεθίσματα χωρίς να αποδιοργανώνεται. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι, για να είναι επιτυχημένη η μετάβαση από την εφηβεία στην αυτοδυναμία, χρειάζεται το πέρασμα από μια καινούργια φάση ζωής, την φάση του νέου αδέσμευτου ενήλικα. Στη διάρκεια αυτής της φάσης:

α) Ο νέος άνθρωπος ολοκληρώνει την γνωστική και συγκινησιακή του διαφοροποίηση σε σχέση με την οικογένεια καταγωγής. Αποχωρίζεται τους γονείς, χωρίς να καταφύγει σε κάποιο συναισθηματικό τους υποκατάστατο, και χωρίς να αποκοπεί από αυτούς, αλλά αντίθετα ενισχύοντας τον συναισθηματικό δεσμό μαζί τους. Μαθαίνει να αποδέχεται τους γονείς του όπως είναι χωρίς να επιδιώκει να τους αλάξει, και καταφέρνει να κερδίσει τον σεβασμό τους ανεξάρτητα από τις προσωπικές του επιλογές.

β) Αναπτύσσει αμοιβαία ικανοποιητικές σχέσεις με συνομιλήκους, με ποικίλους βαθμούς κοντινότητας (φιλικές, συνεργατικές, συντροφικές). Αναζητά ερωτικό σύντροφο, εξετάζει και διαπραγματεύεται μαζί του τις διάφορες πλευρές της συντροφικότητας, πριν προχωρήσει στην δημιουργία νέας οικογένειας.

γ) Επιλέγει επαγγελματική απασχόληση, και γενικότερα τρόπο ζωής, που δεν ικανοποιεί μόνο την ανάγκη του για επιβίωση, αλλά του επιτρέπει να εκφράζει την δημιουργικότητά του.

Τελικά μέσα από την φάση του αδέσμευτου ενήλικα ο νέος άνθρωπος δομεί στέρεη και ξεκάθαρη ενήλικη ταυτότητα. Και μαθαίνει να εμπιστεύεται τις δυνάμεις του.

Και στην περίοδο αυτή το έργο της γονεϊκής οικογένειας είναι σημαντικό. Χρειάζεται οι γονείς να αποδεχτούν τον αποχωρισμό του παιδιού τους ενισχύοντας παράλληλα τον συναισθηματικό σύνδεσμο μαζί του, να αναγνωρίσουν την διαφορετικότητά του και να αποδεχθούν προσωπικές του επιλογές, με τις οποίες πιθανώς δεν θα συμφωνούν. Παράλληλα οι γονείς ζώντας την περίοδο της προσωπικής τους ωριμότητας και σαν οικογένεια την φάση της αποπάιδωσης, έχουν να αντιμετωπίσουν καινούργιες ανάγκες (πχ θέματα υγείας ή την ανάγκη να φροντίσουν τους δικούς τους γονείς), αλλά και να αξιοποιήσουν πολλές καινούργιες δυνατότητες, που έχουν να κάνουν και με την μείωση των υποχρεώσεων προς τα παιδιά τους (πχ να ζήσουν έναν δεύτερο μήνα του μέλιτος ξαναζωντανεύοντας έτσι την συντροφική τους σχέση). Είναι προφανές ότι οι γονείς που έχουν επεξεργαστεί ικανοποιητικά τα θέματα του αποχωρισμού, της οικειότητας και της αυτονόμησης, προσωπικά και με τις δικές τους γονεϊκές οικογένειες, θα είναι περισσότερο βοηθητικοί προς τα παιδιά τους.

Θα σας μιλήσω τώρα για την προσπάθεια που κάνουμε να βοηθήσουμε νέους ανθρώπους να αναπτύξουν την αυτοδυναμία τους μέσα από την ομαδική ψυχοθεραπεία. Θα αναφερθώ σε ομάδες νέων 20 έως 25 ετών και των δύο φύλλων. Και σε αυτή την ηλικία θεωρούμε την συμβουλευτική ή θεραπευτική εργασία με όλη την οικογένεια ιδιαίτερα σημαντική, και περισσότερο εάν τα παιδιά τους δεν έχουν προχωρήσει ικανοποιητικά στην αντιμετώπιση των θεμάτων που τους αφορούν (πχ εάν δεν έχουν επιλέξει ένα ικανοποιητικό γι' αυτούς επάγγελμα) ή εάν υπάρχουν συμπτώματα βιολογικά, ψυχολογικά ή ψυχοκοινωνικά. Η αλήθεια είναι ότι στην φάση αυτή δεν επιμένουμε απόλυτα στην συμμετοχή της οικογένειας στην θεραπεία του νέου (ιδίως αν ο νέος ζητά μόνος του βοήθεια ή εκπαίδευση, εργάζεται και ζει μόνος), αλλά η εμπειρία μου λέει ότι στις περιπτώσεις, που δεν συμμετέχει καθόλου η οικογένεια είτε ακόμη και δεν συμφωνεί με την συμμετοχή του παιδιού τους στην ομάδα, τότε και η αξιοποίηση της ομάδας από τον νέο γίνεται πολύ δυσκολότερη.

Για την διεξαγωγή των ομάδων μας στηριζόμαστε στην συστημική - διαλεκτική προσέγγιση, την οποία έχουμε διδαχθεί από τον Γεώργιο και την Βάσω Βασιλείου. Μια βασική αρχή της προσέγγισης αυτής είναι ότι μόνο μέσα από την ανάπτυξη συλλογικότητας και συνεργατικότητας μπορεί να προχωρήσει μια ομάδα (οποιαδήποτε ομάδα), ενώ αν επιτραπεί να κυριαρχήσει ο ανταγωνισμός και η εκμετάλλευση στην ομάδα, τότε η ομάδα τείνει σε αποδιοργάνωση, βαδίζει δηλαδή με σιγουριά προς τον θάνατό της. Μέσα στην ομάδα οι νέοι διαπραγματεύονται τα θέματα που έχουμε ήδη αναφέρει. Εξετάζουν δηλαδή τις σχέσεις με τους γονείς και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στον αποχωρισμό από αυτούς (ή την αμφιθυμία τους για τον αποχωρισμό) τις ομήλικες σχέσεις τους (ομόφυλες και ετερόφυλες), τους επαγγελματικούς τους στόχους, την εικόνα εαυτού, την εικόνα εαυτού, και οργανώνουν έτσι το σύστημα αξιών και την ενήλικη ταυτότητά τους. Όλα αυτά μπορούν να εξεταστούν ουσιαστικά, μόνο όταν τα μέλη της ομάδας αναπτύξουν κλίμα εμπιστοσύνης και οικειότητας μεταξύ τους. Όσον αφορά τον Συντονιστή, ο ρόλος του είναι να εξασφαλίζει τις αναγκαίες ρυθμιστικές διαδικασίες που δίνουν ζωή και κίνηση στην ομάδα, ενώ η ηγετική του αποτελεσματικότητα είναι ευθέως ανάλογη με την ικανότητά του να ενεργοποιεί τις αυτοηγετικές ικανότητες των μελών της ομάδας. Στην επίτευξη των στόχων αυτών είναι χρήσιμο ο συντονιστής να γνωρίζει (και κάποτε να χρησιμοποιεί) την γλώσσα και την κουλτούρα των νέων ανθρώπων, να αντέχει τις εκδραματίσεις και να είναι σταθερός στην τήρηση των ορίων και των κανόνων, για τα οποία έχει συμφωνήσει η ομάδα. Και είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται να νιώθει και να δείχνει σεβασμό και αποδοχή για τα πρόσωπα (των μελών της ομάδας), έστω και αν χρειάζεται να απορρίπτει κάποιες συμπεριφορές (πχ χρήση ουσιών).

Θα δώσω τώρα ορισμένα στοιχεία από την διεργασία δύο ομάδων ευαισθητοποίησης με νέους ενήλικες. Σημειωτέον ότι η συστημική - διαλεκτική προσέγγιση, που ακολουθούμε για την διεξαγωγή της ομάδας, μας παρέχει τεχνικές και για την μελέτη της διεργασίας, δηλαδή της εξέλιξης της επικοινωνίας μέσα στην ομάδα, καθώς και για την πορεία των μελών. Και οι δύο ομάδες είχαν αρχικά διάρκεια 10 εβδομαδιαίων συναντήσεων. Στη συνέχεια κάναμε αξιολόγηση της διεργασίας των ομάδων, καθώς και ατομική αξιολόγηση της πορείας και των αναγκών των μελών, και αποφασίσαμε ποια μέλη θα εντάσσονταν σε μακροχρόνια θεραπευτική διαδικασία.

Η πρώτη ομάδα αποτελείτο από 7 μέλη, ηλικίας 19 έως 23 ετών, 5 αγόρια και 2 κοπέλες. Τα βασικά τους αιτήματα ήταν επαγγελματικός προσανατολισμός και βελτίωση των σχέσεων με την οικογένεια και τους συνομήλικους, ενώ ορισμένα μέλη εμφάνιζαν ελαφρά ψυχιατρική ή ψυχοκοινωνική συμπτωματολογία (τριχοτιλλομανία, διαταραχή ταυτότητας φύλου, χρήση χασίς, καταθλιπτικό συναίσθημα). Όλα τα μέλη της ομάδας φοιτούσαν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές. Οι οικογένειες των μελών της ομάδας ήταν σε συνεργασία μαζί μας. Το κύριο θέμα της ομάδας αυτής ήταν η δυσκολία του αποχωρισμού από τους γονείς. Λέει η ομάδα: «Βρίσκεσαι σε περίοδο, που προσπαθείς να αποφασίσεις τι θέλεις να κάνεις και νιώθεις σα να είσαι χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα. Ο γονιός που σε φρόντιζε χάθηκε. Τώρα δεν ξέρεις πώς να πλησιάσεις τον άλλον και αυτό σου προκαλεί αγωνία. Βλέποντας ότι ο γονιός δεν φαίνεται διατεθειμένος να σε φροντίσει, νιώθεις μπερδεμένος». Τα μέλη φαίνονταν να μην έχουν ολοκληρώσει το πένθος από το τέλος της παιδικής ηλικίας. Ενώ ηλικιακά η ομάδα θα έπρεπε να χειρίζεται θέματα του τέλους της εφηβείας ή της ενήλικης ζωής, είδαμε ότι τα μέλη της συμπεριφέρονταν σαν να βρίσκονταν ψυχοσυναισθηματικά σε πρωιμότερα στάδια. Και λένε στη συνέχεια: «Συγκρούεσαι με τον γονιό νιώθοντας αδικημένος», ενώ μέσα στην ομάδα εκφράζουν και εκδραματίζουν θυμό, επιτιθέμενοι λεκτικά στους συντονιστές. Όσον αφορά την σχέση με συνομήλικους, παρατηρήσαμε ότι τα μέλη, ενώ έβλεπαν ευχάριστα την προοπτική της παρείστικης επαφής, δυσκολεύονταν να αναπτύξουν βαθύτερη και υποστηρικτική σχέση μαζί τους. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην ομάδα: «Καταλαβαίνεις ότι μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου, θλίβεσαι και βλέπεις τους ομηλίκους σαν εχθρούς, με τους οποίους η σχέση σε κουράζει». Και παρακάτω: «Απομακρύνεσαι από τον ομήλικο και μένεις άδειος. Αναζητάς τεχνητές χαρές, αλλά αυτό σε θλίβει». Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η ομάδα διερευνά και την πιθανότητα καταφυγής σε «τεχνητούς παραδείσους» προκειμένου να αντιμετωπίσει το άγχος από την έλλειψη γονεϊκής φροντίδας, αλλά απορρίπτει την «λύση» αυτή.

Και συνεχίζει: «Βαδίζεις προς το άγνωστο. Νιώθεις πανικό, αλλά δεν έχεις άλλη επιλογή. Σκέφτεσαι ότι δεν είσαι καλά προετοιμασμένος, αμφιβάλλεις. Δεν ξέρεις πώς θα τελειώσει αυτό το ταξίδι... παρότι υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται, νιώθεις απέραντη μοναξιά». Νιώθουν μοναξιά, αφού δεν βρίσκουν ακόμη το κουράγιο να αναπτύξουν κοντινότητα. Έτσι βλέπουν την πορεία της ενηλικίωσης σαν ένα ταξίδι γεμάτο φόβο και μοναξιά. «Είναι δύσβατος ο δρόμος προς την χαρά. Θέλεις να βρεις κάποιες απαντήσεις για τον εαυτό σου, αλλά σε φοβίζουν τα εμπόδια. Βρίσκεσαι μπροστά σε νέα φάση (ζωής) και νιώθεις μοναξιά και φόβο».

Μετά τις πρώτες όμως έξι συναντήσεις φαίνεται ότι το κλίμα αρχίζει να αλλάζει προς θετικότερες κατευθύνσεις: «Στο καινούργιο σου ξεκίνημα συναντάς εμπόδια, αλλά, όταν βασίζεσαι στις δυνάμεις σου, τα καταφέρνεις. Ο ενήλικας είναι απορριπτικός απέναντί σου, αλλά από την άλλη σε καταλαβαίνει και αυτό σου δίνει ασφάλεια, γιατί νιώθεις αμήχανα μαθαίνοντας να κινείσαι αυτοδύναμα. Δεν σε ικανοποιούν πια οι μοναχικές περιπλανήσεις και συμμετέχεις, παρά τον αρχικό φόβο, σε ομαδική δραστηριότητα».

Στην τελευταία συνάντηση η ομάδα κάνει θετική ανακεφαλαίωση της δουλειάς της, ενώ αναβιώνει τον πόνο του αποχωρισμού από το γονεϊκό πλαίσιο, ανάγοντάς το τώρα κατευθείαν στο πλαίσιο της ομάδας: «Παρά την λεπτή ισορροπία, που χρειάστηκε να κρατήσεις, χάρηκες την ομαδική δραστηριότητα. Αλλά το αίτημά σου για μεγαλύτερη κοντινότητα δεν βρήκε (ακόμα) ανταπόκριση. Ο αποχωρισμός από το πλαίσιο σε πονάει και σου προκαλεί φόβο για το μέλλον, αφού υπάρχουν πολλά στοιχεία, που δεν έχουν μπει σε τάξη μέσα σου». Η ομάδα μοιάζει να κλείνει με αίτημα για συνέχιση με μεγαλύτερη κοντινότητα.

Στην δεύτερη ομάδα συμμετείχαν 6 κοπέλες και 2 αγόρια, ηλικίας 20 έως 26 ετών. Τρία μέλη της ομάδας είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και εργάζονταν, ενώ τα υπόλοιπα σπούδαζαν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές. Τα αρχικό αίτημα των 6 μελών ήταν εκπαίδευση, ενώ μία κοπέλα παρουσίαζε κατάθλιψη και ένα αγόρι είχε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού. Στην πορεία όμως όλα τα μέλη έθεσαν προσωπικούς στόχους, που ήταν παρόμοιοι με τους στόχους των μελών της προηγούμενης ομάδας.

Η ομάδα αυτή απασχολείται πολύ με τις συνθήκες λειτουργίας της, ενώ το βασικό της θέμα είναι οι ομήλικες σχέσεις. Περισσότερο στις 10 αυτές συναντήσεις η ομάδα εστιάζει στις οργανωτικές της δυσκολίες: «Βρίσκεσαι σε διαδικασία γνωριμίας και ανάπτυξης επικοινωνίας με τον ομήλικο. Αν όμως ο κοινός στόχος δεν είναι ξεκάθαρος, το αποτέλεσμα θα είναι ένα μπάχαλο. Σε τρομάζει ο υπεύθυνος και δεν τον αφήνεις να σε πλησιάσει. Το πλαίσιο είναι ευχάριστο, αλλά τα συναισθήματά σου είναι αντιφατικά». Και σε επόμενη συνάντηση: «Αποφεύγεις να ασχοληθείς με δουλειά που έχεις να κάνεις, γιατί νιώθεις κουρασμένος. Έτσι όμως αισθάνεσαι σα να χάνεις λίγο τον χρόνο σου, και η επικοινωνία με τον ομήλικο διακόπτεται, χωρίς να μπορείς να πεις ακριβώς γιατί. Ο υπεύθυνος παραπονιέται ότι είσαι απών, γεγονός που σε οδηγεί σε αντιπαράθεση». Και αργότερα: «Όταν διαφέρουν οι ανάγκες, τότε προκύπτει ασυνεννοησία και αντιδράς παράλογα στην προσπάθεια για επικοινωνία». Πιστεύω ότι ο λόγος της δυσκολίας ήταν οι ασαφείς στόχοι των μελών της ομάδας. Μετά το τέλος των 10 συναντήσεων την ομάδα συνέχισαν μόνο τα μέλη που είχαν κατορθώσει να βάλουν ξεκάθαρους προσωπικούς στόχους για την συμμετοχή τους.

Ας δούμε τώρα πώς η ομάδα επεξεργάζεται το θέμα της ανάπτυξης οικειότητας, κυρίως με τον ομήλικο (αλλά και με τον ενήλικα): «Όταν ο άλλος σου αποκαλύπτει δική του δυσλειτουργία, προσπαθείς να δείξεις ότι δεν σε πειράζει, αλλά νιώθεις λίγο χαμένος και θέλεις να διακόψεις τη σχέση, αφού στη συγκέντρωση αυτή πνίγεσαι. Η εμπειρία σου λέει ότι, μετά από μια αρχική κρίση, η εξέλιξη θα είναι πολύ θετική, αλλά νιώθεις άβολα, αφού τελευταία έχεις συνηθίσει να ζης μόνος». Πιο κάτω (και σε σχέση με την δυσκολία της συγκρότησης): «Αισθάνεσαι την ανάγκη για προχώρημα με πιο αργό ρυθμό, που θα σου δίνει την δυνατότητα παρατήρησης. Απολαμβάνεις πιο χαλαρούς ρυθμούς επικοινωνίας και με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεις να συζητάς χωρίς ένταση». «Ο υπεύθυνος σε καλεί επειγόντως για δράση, αλλά αντιδράς απολαμβάνοντας της ανέμελη συντροφιά του ομηλίκου. Στη διάρκεια της εξάσκησης, και ενώ σε μοναχικές δραστηριότητες τα καταφέρνεις, δεν λειτουργείς αποτελεσματικά στην συναλλαγή, αφού φοβάσαι μη πονέσεις τον άλλον». Στην δέκατη συνάντηση λέει η ομάδα: «Την ώρα του αποχωρισμού συνειδητοποιείς τα θετικά σου συναισθήματα προς τον άλλον. Αρχικά η επικοινωνία δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες σου, όμως τα πράγματα λήγουν ήρεμα. Έχεις όμως αναβάλει οδυνηρές διαπραγματεύσεις, γεγονός που σε κάνει να νιώθεις μόνος και περιορισμένος».

Προκειμένου να αποκτήσουμε καθαρότερη εικόνα για τον τρόπο, με τον οποίο η ομάδα αναφέρεται στην ανάπτυξη οικειότητας, θα αναφέρουμε στοιχεία από την διεργασία συναντήσεων που έγιναν μετά την αναδιοργάνωση της ομάδας, δηλαδή σε επόμενες συναντήσεις. Στην πρώτη συνάντηση μετά την αναδιοργάνωσή της λέει η ομάδα: «Αν και δεν είναι εύκολη η ανάπτυξη ευχάριστου κλίματος, παρότι επιθυμητή, σε ευχαριστεί που είναι δυνατός ο διάλογος πάνω στις διαφορετικές προσεγγίσεις με πρόσωπο, που, αν και οικείο, είχατε απομακρυνθεί». Στην επόμενη συνάντηση αναφέρονται σαφέστερα στην δυσκολία ανάπτυξης οικειότητας λέγοντας: «Σε συγκινεί πολύ ο πόνος του άλλου και προσπαθείς να βοηθήσεις, αλλά αδυνατείς να οριοθετηθείς, εμπλέκεσαι συγκινησιακά και κινδυνεύεις να γίνεις εσύ το θύμα». Και αργότερα: «Ο υπεύθυνος δέχεται πρόθυμα να βάλει τα κατάλληλα όρια στο πλαίσιο λειτουργίας σου, αλλά τότε διαπιστώνεις ότι εσύ είσαι αυτός που αδυνατεί να οριοθετηθεί συγκινησιακά, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον ομήλικο και έτσι δημιουργείται ένα μπάχαλο. Όμως βρίσκεις στήριξη στον ομήλικο.». Για πρώτη φορά αναφέρονται θετικά στο θέμα της οικειότητας και στη συνέχεια αναφέρονται με θετικό τρόπο και στο πλαίσιο «Το πλαίσιο του ενήλικα σου παρέχει θαλπωρή κα ασφάλεια και κινητοποιείσαι, παρά την αρχική τάση σου για απομόνωση». Θα κλείσω με δύο ακόμη αναφορές στην ομήλικη σχέση: «Σε ξεκουράζει η κατανόηση που δείχνει ο άλλος στα προβλήματά σου και η ανάπτυξη κοντινότητας αποκτά μεγαλύτερη σημασία για σένα. Όμως ο κοντινός άλλος κινείται επιπόλαια. Στην προσπάθειά σου να τον σώσεις νιώθεις ότι σε εκμεταλλεύεται και βγαίνεις χαμένος εσύ.». «Αναπτύσσεται έντονη κοντινότητα ανάμεσα σας, αλλά τα συναισθήματά σου είναι συγκεχυμένα. Όμως σε συναρπάζουν οι περιπέτειες στην ομήλικη συντροφιά, ενώ η παρουσία του προσώπου του ενήλικα προβάλει έντονα. Και ενώ δεν το περίμενες, ο ενήλικας παρουσιάζεται μέσα στην αντιξοότητα για να σε προστατεύσει.».

Και η περιπέτεια συνεχίζεται.