Email: imsigalas@hotmail.com | Τηλ.: 6944 396049 | | English

Εφηβεια Και Οικογενεια - Εφηβεια Και Ομαδα.

Αθήνα, 2009

Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη κάθε παιδιού γίνεται μόνο μέσα σε κάποιας μορφής οικογένεια. Αυτό αφορά τόσο την επιβίωση , όσο και για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη. Πώς μπορούμε όμως να ορίσουμε την έννοια «οικογένεια» και ποιες είναι οι λειτουργίες της, οι λόγοι ύπαρξής της; Δύσκολο να βρει κανείς έναν ορισμό που να περιλαμβάνει όλα τα υπάρχοντα οικογενειακά σχήματα και να περιγράφει τις λειτουργίες τους με ικανοποιητικό τρόπο. Οι περισσότεροι μιλώντας για «οικογένεια», εννοούμε την «πυρηνική» λεγόμενη οικογένεια, που αποτελείται από δύο γονείς και τα παιδιά τους, συνήθως 1- 3. Θα μπορούσαμε να δούμε την πυρηνική οικογένεια και σαν τον πυρήνα ευρύτερων οικογενειακών μορφών, όπως κυρίως λειτουργούσαν στο παρελθόν, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι γονείς των συζύγων κλπ. Πολλοί από εμάς όμως δεν ζούμε σε τέτοιου τύπου (δηλ. πυρηνικές) οικογένειες. Είναι πιθανό να είμαστε μέλη μονογονεϊκών οικογενειών, είτε οικογενειών από ανασύσταση (που αποτελούνται από δύο συζύγους, που έχουν χωρίσει από προηγούμενους γάμους, και τα παιδιά τους από προηγούμενους ή από τον παρόντα γάμο). Οι κοινωνικές αυτές αλλαγές στην εποχή μας κάνουν την οργάνωση και την λειτουργία της οικογένειας πιο σύμπλοκη, με κίνδυνο να γίνει ασαφής. Πάντως ένας γενικός ορισμός της οικογένειας, που καλύπτει και τις ευρύτερες λειτουργίες της, είναι ότι αποτελεί κοινωνική ομάδα με χαρακτηριστικά την κατοίκηση στον ίδιο χώρο, την οικονομική συνεργασία και την αναπαραγωγή. Πιο σημαντικό όμως είναι να εξετάσουμε τις λειτουργίες της οικογένειας, γιατί αυτές θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης των παιδιών. Η οικογένεια λοιπόν:


Η επόμενη έννοια που έχουμε να ορίσουμε είναι η «εφηβεία». Στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο μπορούμε να ορίσουμε την εφηβεία σαν την μεταβατική διαδικασία από την παιδική ηλικία της εξάρτησης από την γονεϊκή φροντίδα, στην ενήλικη αυτοδύναμη ζωή. Η έναρξη της εφηβείας σηματοδοτείται από την ήβη, τον χρόνο δηλαδή που αρχίζει η ωρίμανση των γεννητικών οργάνων και των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλλου. Ο χρόνος αυτός μπορεί να διαφέρει φυσιολογικά από παιδί σε παιδί και είναι γενικά παραδεκτό ότι τα αγόρια μπαίνουν στην ήβη αργότερα από τα κορίτσια. Γενικά η εφηβεία αρχίζει βαθμιαία γύρω στα 10 με 11 χρόνια και θεωρείται ότι τελειώνει γύρω στα 18 έως 21 χρόνια.

Τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά της εφηβείας είναι τα εξής:

α) Η μεγάλη σωματική ανάπτυξη και η εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλλου (μαστοί στα κορίτσια, τρίχωμα στο εφηβαίο και στις μασχάλες, αλλαγή της φωνής στα αγόρια κλπ.), που συμβαδίζουν με την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Αυτά κάνουν μερικές φορές τους εφήβους να φέρονται αμήχανα και αδέξια, και αυτό γιατί έχει αλλάξει γι' αυτούς η εικόνα του σώματός τους, ενώ παράλληλα τους κάνει να προσέχουν πολύ την εξωτερική τους εμφάνιση. Ο έφηβος χρειάζεται να εξοικειωθεί με την διαφορετική εικόνα του σώματός του. Για κάποιο διάστημα μπορεί να βρίσκεται σε σύγχυση και να νιώθει ξένος μέσα στο σώμα του.

β) Ο έφηβος κινείται μεταξύ εξάρτησης και ανεξαρτησίας. Στην αρχή ιδίως της εφηβείας παλινδρομεί σε παλαιότερα σχήματα συμπεριφοράς, που μοιάζουν με συμπεριφορές της ηλικίας των δύο ετών (πχ. επαναστατεί ενάντια στους γονείς, ενώ παράλληλα χρειάζεται συνεχή επιβεβαίωση της γονεϊκής διαθεσιμότητας, με την συμπεριφορά του θέτει θέματα ελέγχου - όσον αφορά τις ώρες εξόδου, τα χρήματα που διαχειρίζεται κλπ.). Στην φάση αυτή ο έφηβος επιθυμεί να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ενήλικας, ενώ παράλληλα έχει την ανάγκη να παραμείνει παιδί και να εξαρτάται από την γονεϊκή φροντίδα. Η αντίφαση αυτή έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, που είναι καλό να προσεχθούν από τους γονείς, ώστε να λυθεί ομαλά και να επιτευχθεί τελικά η αυτοδυναμία του εφήβου. Το παιδί δηλαδή συνεχίζει να χρειάζεται κάποιον να το φροντίζει, ενώ συχνά δυσκολεύεται να αναλάβει υπευθυνότητα, ενώ φοβάται την κριτική, όταν το κάνει.

Ο τελικός στόχος βέβαια είναι να πετύχει ο έφηβος την αυτονομία του. Δύο βασικές διεργασίες απαιτούνται από την πλευρά του εφήβου: οι διεργασίες του πένθους για την απώλεια της παιδικής ηλικίας και η επώδυνη διαδικασία της από-ιδανικοποίησης των γονιών του. Για να γίνει κατανοητή η έννοια του πένθους στην φάση της εφηβείας (που αφορά και τους γονείς, όπως θα δούμε παρακάτω), ας σκεφθούμε ότι για να περάσουμε σε κάποια επόμενη φάση της ζωής μας χρειάζεται πάντα κάτι να αφήσουμε πίσω. Και αυτό πονάει. Ο έφηβος χρειάζεται σταδιακά να αφήσει πίσω την ελπίδα ότι οι γονείς του θα είναι πάντα παρόντες στην ζωή του για να τον υποστηρίζουν. Αλλιώς δεν θα μπορέσει ποτέ να ανακαλύψει τις δυνάμεις του και να τις εμπιστευθεί. Όσον αφορά την από-ιδανικοποίηση των γονιών, που βαδίζει παράλληλα με το πένθος για το τέλος της παιδικότητας, σημαίνει ότι ο έφηβος έχει να ξαναγνωρίσει τους γονείς του σαν κανονικούς ανθρώπους, με κανονικές ανθρώπινες αδυναμίες, να τους αποδεχθεί και να τους αγαπήσει ξανά έτσι. Αυτό προκαλεί αρχικά απογοήτευση στον έφηβο, αποτελεί όμως και μια βασική αποδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας.

γ) Η συναισθηματική αστάθεια και οι απότομες και συχνές συναισθηματικές αλλαγές. Ο έφηβος μπορεί την μια στιγμή να είναι πολύ χαρούμενος και την άλλη πολύ μελαγχολικός. Παρουσιάζει αστάθεια στις σχέσεις του και παράλογες αλλαγές στην συμπεριφορά του. Άλλοτε δείχνει μεγάλο πείσμα και είναι άκαμπτος, ενώ άλλοτε γίνεται υποχωρητικός και υπάκουος. Μπορεί επίσης να παρουσιάζει μεγάλες και συχνές αλλαγές στα ενδιαφέροντά του.

δ) Το ερωτικό ενδιαφέρον. Στην αρχή της εφηβείας τόσο τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια δείχνουν αδιαφορία για το άλλο φύλο, ενώ μπορεί να «ερωτεύονται» άτομα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, που είναι δύσκολο να πλησιάσουν και που μπορεί να λειτουργούν σαν κοινωνικά πρότυπα (πχ. ηθοποιούς, τραγουδιστές, αθλητές, καθηγητές κλπ.). Στην μέση της εφηβείας υπάρχει συνήθως έντονο ερωτικό ενδιαφέρον, που όμως τα παιδιά δυσκολεύονται να βρουν το θάρρος να το εκφράσουν, κάτι που κάνουν πιο άνετα όσο προχωρούν προς την ολοκλήρωση της εφηβείας και την ενηλικίωση.

ε) Δίνει μεγάλη σημασία στην σχέση με τους συνομήλικους. Για το θέμα αυτό όμως θα μιλήσουμε αναλυτικά πιο κάτω.

στ) Η μελλοντική του επαγγελματική απασχόληση και οι στόχοι για την εκπαίδευση και τον τρόπο ζωής του διερευνώνται και αναθεωρούνται. Παράλληλα θέτει στον εαυτό του στόχους κοινωνικής συμμετοχής (ένταξη σε κοινωνικές ομάδες κλπ).

ζ) Αρχίζει να σχηματίζει το σύστημα των δικών του αξιών, ιδεών και στάσεων προς τη ζωή. Αμφισβητεί και επανεξετάζει τις αξίες των γονιών του, καθώς και τα συστήματα αξιών της κοινωνίας και τις τρέχουσες ηθικές και φιλοσοφικές αξίες. Απορρίπτει μερικές από αυτές, ενώ παράλληλα προσπαθεί να ενστερνιστεί κάποιες καινούργιες. Στην προσπάθειά του αυτή αναζητά και ταυτίζεται - «θαυμάζει» κοινωνικά πρότυπα (αντίστοιχα με αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω).

Μέσα από τις διαδικασίες αυτές ο έφηβος σταδιακά διαμορφώνει την αίσθηση ενήλικου εαυτού. Την ταυτότητά του δηλαδή, που, σχετίζεται με τα ερωτήματα «ποιος είμαι, πού πάω και γιατί».

Ας περάσουμε τώρα στην λειτουργία της οικογένειας στην περίοδο της εφηβείας, και στην επίδραση, που έχει η οικογένεια στην εξέλιξη των παιδιών στην περίοδο αυτή.

Όταν τα παιδιά βρίσκονται στην εφηβεία, οι γονείς συνήθως έχουν τα εξής θέματα να αντιμετωπίσουν:

1. Υπαρξιακή και συγκινησιακή κρίση της μέσης ηλικίας. Στην φάση αυτή οι γονείς, συνειδητοποιώντας πλέον ότι τα χρόνια που τους μένουν να ζήσουν δεν είναι απεριόριστα, κάνουν απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής τους και θέτουν νέους στόχους για να της δώσουν νόημα κατάλληλο με την τωρινή φάση τους. Μπαίνουν δηλαδή σε μια αντίστοιχη κατάσταση με αυτή των εφήβων παιδιών τους, που επίσης χρειάζεται να θέσουν στόχους, που θα δώσουν νόημα στην ζωή τους. Συχνά όμως μπορεί να βιώνουν αντιφατικά συναισθήματα γι' αυτά, που έχουν όλες τις επιλογές μπροστά τους, ενώ για τους γονείς τα περιθώρια αρχίζουν να στενεύουν.

2. Η πορεία της συζυγικής σχέσης παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο για τους γονείς, όσο και για την εξέλιξη των παιδιών. Χρειάζεται οι γονείς να αναλάβουν ξεκάθαρα την ευθύνη της συζυγικής τους σχέσης και με κανένα τρόπο να μη την αναθέτουν στα παιδιά τους.

3. Η σχέση των γονέων με τις οικογένειες καταγωγής τους αλλάζει. Ενώ μπορεί οι παππούδες να στήριζαν έως τώρα την οικογένεια (π.χ. συμβάλλοντας στην φροντίδα των παιδιών), τώρα συχνά χρειάζονται εκείνοι βοήθεια συνήθως για λόγους υγείας. Εάν έως τώρα οι γονείς έχουν επεξεργαστεί ικανοποιητικά την πορεία της δικής τους αυτονόμησης, τότε και η περίοδος αυτή μπορεί να χαρακτηρίζεται από ζεστές σχέσεις, με αλληλοκατανόηση και πιθανώς αλληλοβοήθεια με τους δικούς τους γονείς. Αλλιώς τόσο οι συμβουλές των παππούδων ή οι οποιεσδήποτε προσπάθειες να βοηθήσουν, όσο και η δική τους ανάγκη για βοήθεια, μπορεί να αποτελούν ένα ακόμη μεγάλο βάρος για την καθημερινή ζωή της οικογένειας.

Στην περίοδο αυτή χρειάζεται οι γονείς να αποδεχτούν τον βαθμιαίο αποχωρισμό του παιδιού τους, ενισχύοντας παράλληλα τον συναισθηματικό σύνδεσμο μαζί του, να αναγνωρίσουν την διαφορετικότητά του και να αποδεχθούν προσωπικές του επιλογές, με τις οποίες πιθανώς δεν θα συμφωνούν. Και αυτό θα γίνει ευκολότερα αν οι ίδιοι έχουν επεξεργαστεί ικανοποιητικά τα δικά τους θέματα σε σχέση με τον αποχωρισμό, την ανεξαρτησία και την οικειότητα. Η βαθμιαία συναισθηματική απομάκρυνση του εφήβου από τους γονείς του δημιουργεί προβλήματα και φέρνει στην επιφάνεια τη δική τους εξάρτηση από τα παιδιά, καθώς και τον ρόλο των παιδιών στη διατήρηση της συζυγικής ισορροπίας και ομοιόστασης. Ένα λειτουργικό ζευγάρι παρουσιάζει τώρα αρκετή ευελιξία των ορίων του για να επιτρέπει τα "μέσα - έξω" του εφήβου στο σπίτι και να δέχεται τόση ανεξαρτησία από το μέρος των παιδιών, όση είναι σε θέση να αξιοποιήσουν. Χρειάζονται γονείς διαφοροποιημένοι και υπεύθυνοι τόσο για τις προσωπικές τους επιλογές, όσο και για την πορεία της συζυγικής τους σχέσης, προκειμένου να υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των παιδιών. Και χρειάζονται δύο δημιουργικοί γονείς, με ενθουσιασμό και αγάπη για την ζωή, για να μπορεί απρόσκοπτα ο έφηβος να αποκτήσει ένα δημιουργικό όραμα για την δική του προσωπική ζωή.

Έτσι λοιπόν γίνεται φανερό ότι η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του εφήβου περνάει από διαδικασίες που στοχεύουν στην προαγωγή της λειτουργικότητας όλης της οικογένειας, τόσο σε επίπεδο προσώπων, όσο και σε επίπεδο σχέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην συζυγική σχέση, της οποίας η ζωτικότητα δοκιμάζεται στην φάση αυτή.

Ας ασχοληθούμε τώρα με το θέμα «έφηβος και ομάδα», έχοντας βέβαια υπόψη ότι και η οικογένεια είναι ομάδα και μάλιστα η πρωτογενής κοινωνική ομάδα, στην οποία εντασσόμαστε όλοι για να επιζήσουμε και να αναπτυχθούμε. Θα μιλήσουμε αρχικά για την ομάδα των συνομηλίκων, για τον ρόλο δηλαδή που παίζει η παρέα στην ζωή των εφήβων, και στην συνέχεια θα αναφερθούμε και στο σχολείο, εξετάζοντάς το σαν μια σύνθετη κοινωνική ομάδα.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «ομάδα»; Όταν μετακινούμαι με το μετρό ή με το λεωφορείο, βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με πολλούς άλλους ανθρώπους. Είμαστε ομάδα; Όχι, γιατί δεν αναπτύσσουμε αλληλεπίδραση μεταξύ μας, δεν αναπτύσσουμε σχέση μεταξύ μας. Αντίθετα μια παρέα νέων παιδιών που παίζουν ποδόσφαιρο είναι ομάδα, ακριβώς γιατί βρίσκονται μεταξύ τους σε αλληλεπίδραση προκειμένου να πετύχουν έναν στόχο. Ένας αριθμός ατόμων κάνει μια ομάδα λοιπόν μόνο, αν τα άτομα αυτά αναπτύσσουν αλληλεπίδραση - σχέση μεταξύ τους. Η ομάδα είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μελών της και αυτό το περισσότερο το καθορίζει το είδος της σχέσης που τα μέλη αναπτύσσουν μεταξύ τους.

Η ομάδα των συνομήλικων -η παρέα- λοιπόν αποτελεί το μέσον, με την βοήθεια του οποίου ο έφηβος επιχειρεί να αποσυνδεθεί βαθμιαία από την οικογένεια καταγωγής του για να αναπτύξει αυτοδυναμία και να ενταχθεί στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Έτσι η σημασία που δίνει ο έφηβος στην σχέση με τους συνομήλικους του είναι πολύ μεγάλη. Διαλέγει τους φίλους του, έτσι ώστε να ενισχύουν την επιθυμία του να ενηλικιωθεί και έχει μεγάλη ανάγκη να γίνεται αποδεκτός από αυτούς. Εξιδανικεύει τις σχέσεις αυτές, πε ριγράφει την φιλία με απόλυτο και «ρομαντικό» τρόπο, εύκολα απογοητεύεται ή αλλάζει τους φίλους του. Με τον τρόπο αυτό ασκείται στην ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων, επιδεξιότητα απαραίτητη για να μπορέσει να αναπτύξει στο μέλλον ικανοποιητική ερωτική - συντροφική σχέση. Με την βοήθεια της παρέας λοιπόν χαλαρώνει φυσιολογικά η σύνδεσή του εφήβου με τους γονείς και η επιρροή τους επάνω του μειώνεται. Αρχίζει να έχει «μυστικά» από αυτούς και αναπτύσσει κώδικες επικοινωνίας, που δύσκολα γίνονται κατανοητοί από τους ενήλικες. Στην φάση αυτή καλό είναι οι γονείς να μην εμπλακούν σε διαμάχες αντιζηλίας και ανταγωνιστικότητας με τα παιδιά τους, γιατί τότε μια φυσιολογική εκδήλωση μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή σύγκρουση, που μπορεί να απομακρύνει ψυχικά τον έφηβο από την οικογένεια, που συνεχίζει να έχει πολλή ανάγκη.

Τα παιδιά, μέσα στις παρέες τους αναπτύσσουν κοινές δραστηριότητες, συζητούν θεωρητικά ή ιδεολογικά ζητήματα και επαναπροσδιορίζουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Έτσι λοιπόν και η ένταξη των παιδιών στην ομάδα των συνομηλίκων συμβάλει στην οργάνωση του συστήματος αξιών, καθώς και της ενήλικης ταυτότητάς τους.

Θα ασχοληθούμε τώρα για τον ρόλο του σχολείου και, κατά συνέπεια του εκπαιδευτικού, στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των εφήβων. Παράλληλα θα αναλύσουμε περισσότερο την έννοια «ομάδα», συζητώντας για τις λειτουργίες της. Η σχολική τάξη είναι ομάδα, αφού τα μέλη της αναπτύσσουν με τον καιρό πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Ποιο είδος αλληλεπίδρασης όμως υπηρετεί την συνθετική - και όχι την διαλυτική- λειτουργία της ομάδας; Για να μπορεί λοιπόν η ομάδα - τάξη - να λειτουργεί αρμονικά, άρα συνθετικά και εμπλουτιστικά για τα μέλη της - μαθητές και εκπαιδευτικούς - χρειάζεται να εξασφαλίζονται προϋποθέσεις συλλογικής και συνεργατικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη της. Και για να γίνει αυτό δυνατό χρειάζεται να έχει αναπτυχθεί οικειότητα και εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Αντίθετα, αν στην ομάδα επικρατούν συνθήκες ανταγωνισμού ή, ακόμα χειρότερα, εκμετάλλευσης, τότε η ομάδα δυσλειτουργεί και τείνει σε αποδιοργάνωση. Ας σκεφθούμε τώρα σε πόσο σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους οδηγούνται οι μαθητές, προκειμένου να πετυχαίνουν την ακαδημαϊκή επιτυχία, για την οποία πιέζονται αφόρητα από την οικογένεια και το σχολείο. Ενώ έχει βρεθεί ότι οι μέθοδοι διδασκαλίας, που παροτρύνουν τα παιδιά να συνεργάζονται και να μοιράζονται πράγματα, παρά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα τόσο για την μαθησιακή πρόοδο των παιδιών, όσο και για την συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε εδώ ότι για να είναι δυνατή η αρμονική ομαδική λειτουργία της τάξης, χρειάζεται και η ομάδα των εκπαιδευτικών να λειτουργεί το ίδιο συνεργατικά και συλλογικά. Αλλιώς οι διαλυτικές τάσεις της ομάδας αυτής θα επιδράσουν αρνητικά και στην λειτουργία των τάξεων. Πάντως, στην περίπτωση αυτή χρειάζεται να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να μη προβάλουμε - εκτονώνουμε - τα αρνητικά συναισθήματα, που προέρχονται από την δυσλειτουργία στην ομάδα των εκπαιδευτικών, στα παιδιά. Κανείς δεν θα βγει ωφελημένος από μια τέτοια επιπολαιότητα.

Μια πολύ σημαντική λειτουργία της ομάδας, είναι η ηγετική λειτουργία. Η σχολική ομάδα - και η οικογένεια - , σε αντίθεση με την παρέα των παιδιών, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «δημοκρατική», δεν αποτελείται από μέλη ισότιμα μεταξύ τους. Είναι ιεραρχική ομάδα. Ο εκπαιδευτικός είναι εξορισμού ο ηγέτης της. Μέσα στην ομάδα πρέπει να υπάρχει χώρος για προσωπική έκφραση των εφήβων. Παράλληλα είναι ιδιαίτερα σημαντικά η δομή και τα όρια. Ο υπεύθυνος πρέπει να διατηρεί την πειθαρχία με σταθερότητα, υποστήριξη, φροντίδα και ευελιξία όταν χρειάζεται. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διευθύνει κανείς μια ομάδα. Έχουν σχέση με την προσωπικότητά του, με το είδος της ομάδας, με τα μέλη της και με το έργο που αναλαμβάνει η ομάδα (πχ παράδοση μαθήματος, προετοιμασία θεατρικού, κινητοποίηση σε σεισμό). Άλλοτε χρειάζεται να δίνει έμφαση στο έργο που πρέπει να ολοκληρώσει η ομάδα και άλλοτε να ασχολείται κυρίως με τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της. Μπορεί επίσης να διευθύνει δίνοντας εντολές και επιμένοντας να τηρούνται, ακούγοντας την γνώμη των μελών της ομάδας και αποφασίζοντας μετά ή απλά συντονίζοντας μια συζήτηση ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, ώστε τα ίδια να παίρνουν τις αποφάσεις. Ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε τρόπος είναι ο καταλληλότερος (γραπτό διαγώνισμα, οργάνωση γιορτής). Σε κάθε περίπτωση πάντως μπορούμε να συνοψίσουμε ότι ο βασικός ρόλος του ηγέτη σε μια ομάδα εφήβων είναι να συμβάλει στην βαθμιαία ανάδειξη των αυτοηγετικών ικανοτήτων των μελών της ομάδας.

Αξίζει να συμπληρώσουμε εδώ ότι οι εκπαιδευτικοί λειτουργούν σαν πρότυπα ταύτισης για τα παιδιά (με έναν τρόπο αντίστοιχο με τους γονείς), συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνικοποίησή τους. Και να κάνουμε ένα σχόλιο για την αξία της τιμωρίας στην τήρηση των κανόνων και στην οριοθέτηση της συμπεριφοράς των παιδιών. Σπάνια είναι αποτελεσματική (αντίθετα από την επιβράβευση), και μόνο παροδικά. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι η τιμωρία των παιδιών που καπνίζουν στο σχολείο όχι μόνο δεν τους κάνει να σταματήσουν το κάπνισμα, αλλά στην πραγματικότητα το αυξάνει. Και ας μη ξεχνάμε ότι η κακή προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο μπορεί να οφείλεται σε αδυναμίες του σχολείου (ή της οικογένειας) και όχι σε διαταραχή του παιδιού. Αντίθετα η επιβράβευση πάντα ωφελεί ενισχύοντας επιθυμητές συμπεριφορές των παιδιών. Γιατί στο σχολείο είναι πολύ σημαντικό να δίνεται η δυνατότητα σε κάθε μαθητή να αναδεικνύει και να καλλιεργεί τα ταλέντα του, αναπτύσσοντας έτσι την αυτοεκτίμησή του, αλλά και την εκτίμηση και τον σεβασμό από συμμαθητές και εκπαιδευτικούς.

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε και την σημασία που μπορεί να έχει η ένταξη των εφήβων σε αθλητικές ομάδες ενδο- ή εξωσχολικές. Στις ομάδες αυτές οι έφηβοι εντάσσονται και εκφράζονται μέσω της κίνησης (η οποία αποτελεί έναν φυσικό τρόπο έκφρασης στην εφηβεία), ενώ αναπτύσσουν «υγιή» και πάντως ελεγχόμενο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Παράλληλα ο αθλητισμός αποτελεί ένα πολύ κατάλληλο πεδίο έκφρασης των ταλέντων πολλών παιδιών (από τα οποία κάποια δεν καταφέρνουν να έχουν επιτυχίες στον αυστηρά μαθησιακό τομέα).

Εάν η ομάδα είναι λειτουργική, δηλαδή αναπτύσσεται ουσιαστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα μέλη της, τότε σταδιακά θα αναδείξει και τους φυσικούς ηγέτες της. Ένας μέλος της ομάδας θα ενδιαφέρεται περισσότερο να ολοκληρώνονται οι εργασίες και θα συμμαχεί με τον υπεύθυνο. Άλλο μέλος θα νοιάζεται κυρίως για τα συναισθήματα και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ομάδας και θα στηρίζει τους αδύναμους. Θα υπάρχει και ο προβοκάτορας, που συνήθως είναι αυτός που ταλαιπωρεί τον εκπαιδευτικό ή και την υπόλοιπη τάξη. Ο προβοκάτορας δεν είναι σίγουρος για την αξία της συμμετοχής του στην ομάδα, αμφισβητεί τους κανόνες και την χρησιμότητα του έργου που έχει αναλάβει η ομάδα, και τον απασχολούν ο βαθμός της εξάρτησής του από τον υπεύθυνο. Έτσι η ομάδα - και ο υπεύθυνος - με την βοήθεια του προβοκάτορα πιέζεται να ξεκαθαρίζει τόσο τον σκοπό, όσο και τους κανόνες λειτουργίας της. Τέλος υπάρχει και ο αδύναμος κρίκος της ομάδας, ο αποδιοπομπαίος τράγος, που δυσκολεύεται να ενταχθεί, χρειάζεται βοήθεια να καταλάβει, θεωρείται «διαφορετικός» από τα άλλα μέλη της ομάδας. Το μέλος αυτό ρυθμίζει με κάποιο τρόπο τις αλλαγές φάσης στην λειτουργία της ομάδας, αφού η ομάδα μπορεί να περάσει σε άλλη φάση λειτουργίας, μόνο όταν περάσει και το πιο αδύναμο μέλος της.

Χρειάζεται βέβαια πολλές επιδεξιότητες για να μπορεί κανείς να συνδεθεί αποτελεσματικά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη μιας ομάδας εφήβων. Για τον λόγο αυτό θα αναφέρουμε επιγραμματικά κάποιες προϋποθέσεις, που θα κάνουν το δύσκολο αυτό έργο δυνατό:

Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε πάντως ότι το σχολείο είναι ένας κοινωνικός θεσμός, που συμβάλει στην μετάβαση των παιδιών από την οικογένεια στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Το σχολείο αδικείται και υποβαθμίζεται, όταν περιορίζει τον ρόλο του μόνο στην μετάδοση γνώσεων, γιατί μπορεί και πρέπει να ασχολείται επίσης με τις συγκινησιακές και κοινωνικές ανάγκες των μαθητών, συμβάλλοντας έτσι στην συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ομαλή κοινωνική τους ένταξη και συμπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την οικογένεια στο έργο της.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ